- ορολογικός
- (I)-ή, -ό [ορολογία (Ι)]ιατρ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλάδο τής ορολογίας («ορολογική εξέταση τού αίματος»)2. φρ. α) «ορολογικές αντιδράσεις»ιατρ. οι οροδιαγνωστικές αντιδράσειςβ) «ορολογική ανθρωπολογία»ανθρωπολ. οι έρευνες που αναφέρονται στην κατανομή διαδόρων ομάδων αίματος και γενετικών συστημάτων τού ορού στις διάφορες ανθρώπινες ομάδες.————————(II)-ή, -ό [ορολογία (II)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορολογία τής επιστήμης, τής τέχνης και τής τεχνικής.
Dictionary of Greek. 2013.